κόβειρος

From LSJ
Revision as of 14:15, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

German (Pape)

[Seite 1465] ὁ, = Vorigem; Hesych. γελοιαστής, σκώπ της, auch λοιδοριστής erkl.

Greek (Liddell-Scott)

κόβειρος: ὁ, = κόβαλος, «κόβειρος· γελοιαστής, σκώπτης, λοιδοριστὴς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κόβειρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. γελοίος
2. το αρσ. ως ουσ.κόβειρος
άνθρωπος που λέει αστεία, σκώπτης.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: γελοιαστής, σκωπτής (`jester, scoffer'), λοιδοριστής.
Other forms: κόβειρα (ntr. pl.) γελοῖα H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Hemberg, Die Kabiren 1950, 326 refers to the grotesque pictures of the Kabeiroi in Thebes. An α can vary with ο in Pre-Greek (Fur. 341-5). So our word is identical with the word Κάβειρος.