ἀρχέτυπον

Revision as of 15:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

Greek Monotonic

ἀρχέτῠπον: τό, αρχέτυπο, πρότυπο, υπόδειγμα, σε Ανθ.· σύμβολο της σφραγίδας, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχέτῠπον: τό
1) архетип, прообраз Diod., Plut.;
2) образец Luc.

Middle Liddell


an archetype, pattern, model, Anth.: the figure on a seal, Luc.