seal
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
mark, brand: P. and V. ἐπισημαίνειν.
stamp with a seal: Ar. and P. σημαίνειν (or mid.).
set seal on: P. ἐπισφραγίζεσθαι (dat.).
help in sealing: P. συσσημαίνεσθαι (acc.).
seal up: Ar. and P. κατασημαίνεσθαι (acc.), P. παρασημαίνεσθαι, V. σφραγίζεσθαι (Euripides, Fragment) (acc.), ἀποσφραγίζεσθαι (acc.), Ar. σφραγῖδα ἐπιβάλλειν (dat.).
sealed up: V. κατεσφραγισμένος, ἐσφραγισμένος.
Met., seal the lips: P. ἐμφράσσειν στόμα, V. ἐγκλῄειν στόμα, ἐγκλῄειν γλῶσσαι.
my doom is sealed: P. and V. ἀπόλωλα; see be undone.
substantive
die for impressing: P. and V. σφραγίς, ἡ.
impression of a seal: V. σφράγισμα, τό, σήμαντρα, τά, σημαντήριον, τό, Ar. and P. σημεῖον, τό (Dem. 1035).
small sea: Ar. σφραγίδιον, τό.
break seal: V. σημαντήριον διαφθείρειν, or use P. and V. λύω, λύειν, V. ἀνιέναι.