Σάλιοι
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Greek Monolingual
(I)
οι, ΝΑ
1. καθένα από τα δύο δωδεκαμελή ρωμαϊκά ιερατεία, τα οποία, κατά τον Πλούταρχο, είχε ιδρύσει ο Νουμάς Πομπήιος και τών οποίων τα μέλη, που προέρχονταν από οικογένειες πατρικίων οι οποίες είχαν και τους δύο γονείς εν ζωή, τελούσαν ιεροτελεστίες συνοδευόμενες από χορευτικές επιδείξεις
2. φρ. «Σαλίων ορχήσεις» — οι ορχηστρικές τελετές και χορευτικές επιδείξεις που διοργάνωναν οι Σάλιοι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < λατ. Salii < ρ. salio «χορεύω», λόγω του ότι τελούσαν ιεροτελεστίες συνοδευόμενες από χορευτικές επιδείξεις].
(II)
οι, Ν
φρ. «Φράγκοι Σάλιοι» ή «Σάλιοι Φράγκοι» — ομάδα φύλων φραγκικής καταγωγής που εγκαταστάθηκαν στις γύρω από τον Κάτω Ρήνο περιοχές της Γερμανίας και που αναφέρονται για πρώτη φορά στους κατά τών Γερμανών πολέμους που διεξήγαγε ο Ιουλιανός από το 356 ώς το 360 μ. Χ.