ρήσσω

From LSJ
Revision as of 15:25, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

(I)
και αττ. τ. ρήττω Α
ιων. τ. ρήγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. ῥηκ- του αορ. ἔρρηξα του ῥήγνυμι, με επίθημα - (ρήκ- > ρήσσω), πρβλ. πήγνυμι: πήσσω.
(II)
Α
ιων. τ. βλ. ῥάσσω.