μοχθηρῶς
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
French (Bailly abrégé)
adv.
1 péniblement;
2 méchamment;
Cp. μοχθηροτέρως.
Étymologie: μοχθηρός.
Russian (Dvoretsky)
μοχθηρῶς:
1) с трудом, мучительно (διακεῖσθαι, ζῆν Plat.);
2) плохо, дурно, неудачно (πολεμεῖν τινι Plut.).
English (Woodhouse)
(see also: μοχθηρός) badly, indifferently, meanly, poorly, in a bad plight, in wretched plight