ἄκυμος

Revision as of 18:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A τόπος Arist.Pr.931b31 : metaph., ἄ. βίοτος E.HF698; ψυχή Plu.2.1090b; ἄφοβον καὶ ἄ. Epicur.Fr.413.

German (Pape)

[Seite 87] dasselbe, Arist. Probl. 23, 4. Uebertr., βίοτος, ruhig, Eur. Herc. Fur. 686.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκῡμος: -ον, = ἀκύμαντος, Ἀριστ. Προβλ. 23. 4, Πλούτ., κτλ. - μεταφ., ἄκ. βίοτος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 698.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans vague, calme.
Étymologie: ἀ, κῦμα.

Spanish (DGE)

(ἄκῡμος) -ον
1 no batido por las olas τόπος Arist.Pr.931b31.
2 fig. tranquilo, en calma βίοτος E.HF 698.

Greek Monolingual

ἄκυμος, -ον (Α) κῡμα γαλήνιος, ήρεμος, ατάραχος.

Greek Monotonic

ἄκῡμος: -ον (κῦμα) = ἀκύμαντος, σε Αριστ., Πλούτ. κ.λπ.· μεταφ., ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος, ἀκ. βίοτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκῡμος: не волнующийся, спокойный (θάλαττα Arst., Plut.; βίοτος Eur.).

Middle Liddell

κῦμα = ἀκύμαντος, Arist., Plut., etc.]
tranquil, ἀκ. βίοτος Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄκυμος -ον [ἀ-, κῦμα zonder golven, kalm, alleen overdr. van het leven.