ἀκύμαντος
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A not washed by waves, ψαμάθοις ἐπ' ἀκυμάντοις on sands washed by no waves, i.e. those of the stadium, E.Hipp.235, cf. 229; πλοῦς Them.Or.18.221b (Comp.); προσοχὴ σκάφους Iamb. VP3.16.
II waveless, calm, πέλαγος Luc.DMar.5.1; θάλαττα Max.Tyr.31.5.
III Act., not raising waves, ἐρετμοί, αὖραι, Nonn. D.2.14,3.36.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῡ-]
I 1no bañado por el mar de las arenas del estadio ψάμαθοι E.Hipp.235, πόδες Orph.L.39.
2 no batido por las olas, que está sin oleaje εὐπλοίη AP 9.9 (Polyaen.), cf. Iambl.VP 16, πέλαγος Luc.DMar.7.1, θαλάττη Max.Tyr.25.5
•sinón. de apacible ὁ χειμέριος εἴσπλους τοῦ θερινοῦ ἀκυμαντότερος ταῖς ὁλκάσιν Them.Or.18.221b.
II que no levanta olas ἐρετμοί Nonn.D.2.14, αὖραι Nonn.D.3.36.
III adv. ἀκυμάντως = sosegadamente ἀκυμάντως τῆς ἁμαρτίας τὸν κλύδωνα διαπλεύσαντας Clem.Al.Paed.3.12.101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non battu des flots : ψάμαθοι ἀκύμαντοι EUR le sable non arrosé par les flots, càd l'hippodrome;
2 sans vagues, non agité, calme.
Étymologie: ἀ, κυμαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀκύμαντος -ον [ἀ-, κυμαίνω
1. niet door golven bespoeld:. ψάμαθος ἀ. zand dat niet door de golven is bespoeld (d.w.z. van een stadium) Eur. Hipp. 235.
2. zonder golven, kalm (van de zee).
German (Pape)
nicht von Wogen bespült, ψάμαθοι Eur. Hipp. 234; nicht wogend, ruhig, πέλαγος Luc. D. Mar. 5.1; εὐπλοΐη Polyaen. 2 (IX.9); sp.D.
Russian (Dvoretsky)
ἀκύμαντος: (ῡ)
1 не заливаемый волнами (ψάμαθοι Eur.);
2 не взволнованный, спокойный (πέλαγος Luc.; εὐπλοΐη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκύμαντος: [ῡ], -ον, ὁ μὴ πληττόμενος ὑπὸ τῶν κυμάτων, ψαμμάθοις ἐπ’ ἀκυμάντοις, ἐπὶ ἄμμου ἣν οὐδὲν κῦμα προσβάλλει, ὅ ἐ. ἐπὶ τῆς ἄμμου τοῦ σταδίου, Εὐρ. Ἱππ. 235, πρβλ. 229. ΙΙ. ἄνευ κυμάτων, γαληνιαῖος, πέλαγος ἀκ., Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 5. 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκύμαντος, -ον) κυμαίνω
(για θάλασσα, ποταμό κ.λπ.) αυτός που δεν ταράσσεται από κύματα, ήρεμος, γαλήνιος
νεοελλ.
1. ήσυχος, ήρεμος
2. (για τιμές, προϊόντα κ.λπ.) αυτός που δεν υφίσταται διακυμάνσεις
αρχ.
αυτός που δεν τον χτυπούν τα κύματα.
Greek Monotonic
ἀκύμαντος: [ῡ], -ον (κυμαίνω),
I. αυτός που δεν σαρώνεται απ' τα κύματα, ψαμάθοις ἐπ' ἀκυμάντοις, για αμμουδιές που δεν τις πλήττει, που δεν τις χτυπά κανένα κύμα, λέγεται δηλ. για την άμμο του σταδίου, σε Ευρ.
II. ακύμαντος, γαλήνιος, ήρεμος, πέλαγος, σε Λουκ.
Middle Liddell
κυμαίνω
I. not washed by the waves, ψαμάθοις ἐπ' ἀκυμάντοις on sands washed by no waves, i. e. on the sands of the stadium, Eur.
II. waveless, calm, πέλαγος Luc.