θάλαττα
From LSJ
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
English (LSJ)
θαλαττεύω, θαλάττιος, etc., Att. for θάλασσα, etc.
German (Pape)
[Seite 1183] s. θάλασσα, u. eben so die abgeleiteten u. zusammengesetzten.
French (Bailly abrégé)
att. c. θάλασσα.
Greek (Liddell-Scott)
θάλαττα: -ττεύω, -ττιος, κτλ., Ἀττ. ἀντὶ θάλασσα, κτλ.
Greek Monolingual
θάλαττα, ή (Α)
αττ. τ. του θάλασσα.
Greek Monotonic
θάλαττα: -ττεύω, -ττιος, κ.λπ., Αττ. αντί θάλασσα, κ.λπ.