μεταναιετάω

Revision as of 22:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A dwell with, τισι to be read metri gr. for μεταναίεται in h.Cer.87.

Greek (Liddell-Scott)

μεταναιετάω: κατοικῶ μετά τινος, τινὶ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 87, κατὰ τὸν Voss.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter avec, τινι.
Étymologie: μετά, ναιετάω.

Greek Monotonic

μεταναιετάω: συγκατοικώ, τινί, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

μεταναιετάω: жить вместе (τινι HH - v. l. μετὰ ναιετάω).

Middle Liddell


to dwell with, τινί Hhymn. [from μεταναιέτης