μεταναιέτης

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταναιέτης Medium diacritics: μεταναιέτης Low diacritics: μεταναιέτης Capitals: ΜΕΤΑΝΑΙΕΤΗΣ
Transliteration A: metanaiétēs Transliteration B: metanaietēs Transliteration C: metanaietis Beta Code: metanaie/ths

English (LSJ)

μεταναιέτου, ὁ, one who dwells with, Hes.Th.401.

German (Pape)

[Seite 150] ὁ, der seinen Wohnort vertauscht hat und wo anders wohnt, = μετανάστης, Hes. Th. 401.

French (Bailly abrégé)

c. μετανάστης.
Étymologie: μετά, ναίω.

Russian (Dvoretsky)

μεταναιέτης: ου ὁ переселенец Hes.

Greek (Liddell-Scott)

μεταναιέτης: -ου, ὁ, ὁ κατοικῶν μετά τινος, παῖδας δ’ ἤματα πάντα ἑοὺς μεταναιέτας εἶναι, μεθ’ ἑαυτοῦ οἰκοῦντας, Ἡσ. Θ. 401· κατά τινας γραπτέον: ...ἕο μέτα ναιέτας εἶναι.

Greek Monolingual

μεταναιέτης, ὁ (Α)
αυτός που κατοικεί με κάποιον, που συγκατοικεί, ο συγκάτοικος («παῖδας δ' ἤματα πάντα ἑοῦ μεταναιέτας εἶναι», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ναιέτης «κάτοικος» (< ναιετῶ «κατοικώ»), πρβλ. περιναιέτης.

Greek Monotonic

μεταναιέτης: αυτός που συγκατοικεί με κάποιον, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

μετα-ναιέτης, ου, ὁ,
one who dwells with, Hes.