πιμπλέω
French (Bailly abrégé)
ion. c. πιμπλάω.
Greek (Liddell-Scott)
πιμπλέω: τῷ ἑπομ.· Ἰων. θηλ. μετοχ. ἐνεστ. πιμπλεῦσαι ἀντὶ πιμπλοῦσαι, Ἡσ. Θ. 880 (μετὰ διαφ. γραφ. πιμπλᾶσαι).
Greek Monolingual
βλ. πίμπλημι.
Greek Monotonic
πιμπλέω: = το επόμ.· Ιων. θηλ. μτχ. ενεστ. πιμπλεῦσαι, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
πιμπλέω: ион. = πιμπλάω.
Middle Liddell
πιμπλέω, = πίμπλημι [ionic part. pres. fem. πιμπλεῦσαι, Hes.]