τάγης
From LSJ
Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert
German (Pape)
[Seite 1063] ὁ, = ταγός, v. l. in Xen. Hell. 6, 1, 6.
Russian (Dvoretsky)
τάγης: ου (ᾱ) ὁ Xen. v. l. = ταγός.
Greek (Liddell-Scott)
τάγης: [ᾱ], -ου, ὁ, = ταγός, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(εσφ. αν.) ταγός.
Greek Monotonic
τάγης: [ᾱ], -ου, ὁ = ταγός, σε Ξεν.
Middle Liddell
τά¯γης, ου, ὁ, = τάγος, Xen.]