κηροτέχνης

Revision as of 10:17, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A modeller in wax, Anacreont.10.9.

German (Pape)

[Seite 1434] ὁ, Wachskünstler, -bildner, Anacr. 10, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, Ἀνακρέοντ. 10. 9

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
modeleur de cire.
Étymologie: κηρός, τέχνη.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κηροτέχνης)
κηροπλάστης, τεχνίτης που κατεργάζεται το κερί.

Greek Monotonic

κηροτέχνης: -ου, ὁ, κηροπλάστης, σε Ανακρεόντ.

Russian (Dvoretsky)

κηροτέχνης: ου ὁ лепящий фигуры из воска, ваятель Anacr.

Middle Liddell

κηρο-τέχνης, ου,
a modeller in wax, Anacreont.