ἐνναετήρ

Revision as of 09:25, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ἐνναίω)

   A inmate, inhabitant, AP9.495 (Arch.), v.l. in Mosch.2.123:—fem. ἐννᾰέτειρα, APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 846] ῆρος, ὁ, der Einwohner, Anth. IX, 495.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννᾰετήρ: ῆρος, ὁ, (ἐνναίω) ἔνοικος, κάτοικος, Ἑλλάδος ἐνναετῆρες Ἀνθ. Π. 9. 495, Μόσχ. 2. 119: θηλ. ἐνναέτειρα Ἀνθ. Π. 4. 94.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
habitant.
Étymologie: ἐνναίω.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
habitante c. gen. πόντοιο Mosch.2.123 (var.), χθονός AP 1.10.26, 123 (Sophronius), Ἑλλάδος AP 9.495, πάτρης Opp.H.3.207, cf. 636, Παφίης χθονός Dioscorus 1.2, cf. 11.54.

Greek Monolingual

ἐνναετήρ, ο (θηλ. ένναέτειρα) (Α) ενναίω
κάτοικοις, ένοικος («Ἑλλάδος ἐνναετῆρες», Ανθ. Παλ.).

Greek Monotonic

ἐνναετήρ: -ῆρος, ἡ, επίσης ἐνναέτειρα (ἐνναίω), ένοικος, συγκάτοικος, κάτοικος, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἐνναετήρ, ῆρος, ἐνναίω
an inmate, inhabitant, Anth.