κυκνόπτερος

Revision as of 15:54, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

English (LSJ)

ον,

   A swan-plumed, of Helen in reference to Leda and the swan, E.Or.1386 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόπτερος: -ον, μυθολογικὸν ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ὡς γεννηθείσης ἐκ τῆς Λήδας καὶ τοῦ κύκνου, ἡ ἔχουσα κύκνου πτερά, Εὐρ. Ὀρ. 1385.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes de cygne.
Étymologie: κύκνος, πτερόν.

Greek Monolingual

κυκνόπτερος, -ον (Α)
(επίθ. της Ελένης, επειδή γεννήθηκε από τη Λήδα και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λεπιδό-πτερος, ορθό-πτερος].

Greek Monotonic

κυκνόπτερος: -ον (πτερόν), με φτερά, πούπουλα κύκνου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κυκνόπτερος: с лебедиными крыльями Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυκνόπτερος -ον [κύκνος, πτερόν] met zwanenveren.

Middle Liddell

κυκνό-πτερος, ον πτερόν
swan-plumed, Eur.