οἰνών

Revision as of 10:59, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

English (LSJ)

-ῶνος, ὁ, wine-cellar, X. HG 6.2.6, IG2². 1013.9, PSI 4.396.5 (iii BC); wine-shop, Timae. 60, cf. Gp. 7.7.6.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνών: -ῶνος, ὁ, ἀποθήκη οἴνου, «κελλᾶρι», «ὑπόγειον», Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6, Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9· οἰνοπωλεῖον, Ἀθην. 519D· οἰνεών, Γεωπ. 7. 7, 6· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 166.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
cellier pour le vin.
Étymologie: οἶνος.

Greek Monotonic

οἰνών: -ῶνος, ὁ (οἶνος), κελάρι για φύλαξη κρασιού, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

οἰνών: ῶνος ὁ винный погреб Xen.

Middle Liddell

οἰνών, ῶνος, ὁ, οἶνος
a wine-cellar, Xen.