συμπαθῶς
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
Greek (Liddell-Scott)
συμπαθῶς: μετὰ συμπαθείας, ἴδε συμπαθής.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec compassion, sympathie ou affection;
Cp. συμπαθέστερον.
Étymologie: συμπαθής.
Russian (Dvoretsky)
συμπᾰθῶς:
1) сочувственно, с симпатией (διακεῖσθαι πρός τινα Plut.);
2) с нежностью, с любовью (γηροβοσκεῖν τοὺς γονεῖς Plut.);
3) с состраданием (θρηνεῖν τινα Plut.).