ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
adv.1 avec véhémence;2 follement, sans raison.Étymologie: ἔμπληκτος.
ἐμπλήκτως:1) необдуманно, порывисто: τὸ ἐ. ὀξύ Thuc. безрассудная поспешность;2) легкомысленно (οὐκ ἐ., ἀλλ᾽ εὐκαίρως Isocr.).
(see also: ἔμπληκτος) madly