φονός

Revision as of 21:10, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A murderess, τὰν Πελίαο φονόν Pi.P.4.250 (φόνον codd.).    II φονός, ή, όν, murderous, dub. in S.Ant.1003 (v. φονή 11).

English (Slater)

φονός ? (ἡ)
   1 murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)

Greek Monolingual

(I)
ἡ, Α
αυτή που φονεύει, φονεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φονός () < φόνος, με καταβιβασμό του τόνου. Η ύπαρξη του επιθ. φονός, -ή, -όν παραμένει αμφίβολη].
(II)
-ή, -όν, Α
φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φονός (Ι)].

Russian (Dvoretsky)

φονός: Soph. = φόνιος 1 и 4.