φονός
ὤμοι, πέπληγμαι καιρίαν πληγὴν ἔσω → Alas! I am struck deep with a mortal blow! | Ah me! I am struck—a right-aimed stroke within me (Aeschylus, Agamemnon 1343)
English (LSJ)
ἡ,
A murderess, τὰν Πελίαο φονόν Pi.P.4.250 (φόνον codd.).
II φονός, ή, όν, murderous, dub. in S.Ant.1003 (v. φονή ΙΙ).
English (Slater)
φονός ? (ἡ) murderess Μήδειαν τὰν Πελίαο φονόν (Wackernagel, Kl. Schr., 1199, contra Schwyz., 2. 614: φόνον codd.) (P. 4.250)
Greek Monolingual
(I)
ἡ, Α
αυτή που φονεύει, φονεύτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φονός (ἡ) < φόνος, με καταβιβασμό του τόνου. Η ύπαρξη του επιθ. φονός, -ή, -όν παραμένει αμφίβολη].
(II)
-ή, -όν, Α
φονικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φονός (Ι)].
Russian (Dvoretsky)
φονός: Soph. = φόνιος 1 и 4.
Translations
murderess
Albanian: vrasëse; Arabic: قَاتِلَة; Bulgarian: убийца; Chinese Mandarin: 女殺手/女杀手; Czech: vražedkyně; Danish: morderske; Dutch: moordenares, moordenaarster; Esperanto: murdintino; French: meurtrière; German: Mörderin; Greek: φόνισσα, δολοφόνισσα; Ancient Greek: ἀνδρολέτειρα, ἐργάτις φόνων, μιαιφόνος, μιηφόνος, σφάκτρια, φονεύς, φονεύτρια, φονός; Hebrew: רוצחת \ רוֹצַחַת; Italian: assassina, omicida; Latin: interfectrix; Norwegian Bokmål: morderske; Nynorsk: morderske; Polish: morderczyni, zabójczyni; Portuguese: assassina; Russian: убийца, женщина-убийца; Slovak: vrahyňa; Spanish: asesina; Swedish: mörderska; Telugu: ఘాతిని, హంతకురాలు