Ληνεύς
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
έως, ὁ, epithet of Dionysus, ib.1024.24 (Myconos).
Greek (Liddell-Scott)
Ληνεύς: έως, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἐπιγρ. Μυκόνου ἐν Ἀθην. τ. Β΄, σ. 237.
Greek Monolingual
Ληνεύς, ὁ (Α) Λήναι
προσωνυμία του Διονύσου.