Ἀζησία
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
English (LSJ)
ἡ, a name of Demeter, S.Fr.981, cf. Ἀζοσία.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀζησία: ἡ, ἐπώνυμον τῆς Δήμητρος, πιθ. ἐφθαρμένον ἐκ τοῦ Αὐξησία, Σοφ. Ἀποσπ. 809.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη SEG 52.1840 (VI a.C.)
Azesía
1 epít. de Atenea SEG l.c.
2 epít. de Deméter, S.Fr.981, expl. como ἀπὸ τοῦ ἀζαίνειν τοὺς καρπούς Hsch.α 1468b, cf. Ἀζόσιος.
1 epít. de Perséfona en Trezén, prov. ἡ Ἀμαία τὴν Ἀ. μετῆλθεν Zen.4.20.