παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος → flee all education, raising up the top sail
γυμνοδερκοῦμαι (-έομαι) (Α)εμφανίζομαι γυμνός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + (θ.) δερκ- τοῦ ρ. δέρκομαι «κοιτάζω, βλέπω»].