ἀσκανδάλιστος
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
[δᾰ],
A gloss on ἀπρόσκοπος and ἀπρόσπταιστος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκανδάλιστος: -ον, ὁ μὴ σκανδαλιζόμενος, Κλήμ. Ἀλ. Στρώμ. 4. σ. 597, 12, κλ.