ἀγωνοθετέω
English (LSJ)
A exhibit games, GDI1842 (Delph.), etc.; ἀ. Πύθια, Ὀλύμπια AP12.255 (Strat.); μίμοις ἀ. Plu.2.621c: metaph., Th.3.38. 2 c. acc., ἀ. τινάς embroil them, Plb.9.343; ἀ. στάσιν, πόλεμον, etc., stir up faction, war, etc., Plu.Cat.Mi.45, J.AJ17.3.1. II preside at the games, D.9.32, cf. Pl.Smp.184a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωνοθετέω: μέλλ. -ήσω, (ἀγωνοθέτης) διευθύνω τοὺς ἀγῶνας, συγκροτῶ αὐτούς, Θουκ. 3. 38· συχν. ἐν Ἐπιγραφ.· ἀγ. Πύθια, Ὀλύμπια, Ἀνθ. II. 12. 255· μίμοις ἀγ., Πλούτ. 2. 621C. 2) μετὰ αἰτ., ἀγ. τινάς, περιπλέκω, ἀναταράττω τινάς, Πολύβ. 9. 34. 3· ἀγ. στάσιν, πόλεμον, κτλ., ἀνακινῶ, διεγείρω πόλεμον, κτλ. Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 45, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 17. 3, 1. ΙΙ. ἐπιστατῶ, προεδρεύω τῶν ἀγώνων, Δημ. 119. 13, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 184Α.