προεδρεύω
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
A to be πρόεδρος, act as president, Arist.Ath.44.3; φυλὴ ἥτις προεδρεύσει Aeschin.1.33; π. τῆς βουλῆς D.22.9; τοῖς ἐναντία τοῖς νόμοις προεδρεύουσι Hyp.Phil.5.
II sit in the front row in the theatre, Luc. JTr.8,ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 717] Vorsitzer sein, Aesch. 1, 33.
French (Bailly abrégé)
être président ; à Athènes être πρόεδρος.
Étymologie: πρόεδρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προεδρεύω [πρόεδρος] op de voorste rij zitten.
Russian (Dvoretsky)
προεδρεύω: быть проэдром, председательствовать (τῆς βουλῆς Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
προεδρεύω: εἶμαι πρόεδρος, ἔχω τὴν προεδρίαν, ἡ προεδρεύουσα φυλὴ (ἴδε ἐν λ. πρύτανις) Αἰσχίν. 5. 21· οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς Δημ. 596. 3. ― Ἐκκλ. προεδρεύω = ἐπισκοπέω, ἐπισκοπεύω, εἶμαι ἐπίσκοπος, Βασίλ. σελ. 592Β, κλπ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ πρόεδρος
είμαι πρόεδρος ασκώ τα καθήκοντα προέδρου, (α. «λόγω απουσίας του προέδρου στη συνέλευση θα προεδρεύσει ο αντιπρόεδρος» β. «οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κατέχω την πρωτοκαθεδρία
2. μέσ. προεδρεύομαι
έχω ως πρόεδρο
3. φρ. «προεδρευόμενη δημοκρατία» — μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος στην οποία ανώτατος άρχοντας είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται συνήθως από το κοινοβούλιο
μσν.-αρχ.
είμαι επίσκοπος, εκτελώ καθήκοντα επισκόπου («μύρῳ θείῳ σε ἔχρισε θεία χάρις τοῦ Πνεύματος, μύρων προεδεύσαντα», Μηναί)
αρχ.
1. έχω το δικαίωμα ή το προνόμιο της προεδρίας
2. κάθομαι στην πρώτη σειρά εδρών του θεάτρου («ἐοίκασιν, ὦ Ζεῡ, oἱ βαρβαρικοὶ προεδρεύσειν μόνοι», Λουκαν.).
Greek Monotonic
προεδρεύω: (πρόεδρος), μέλ. -σω, διατελώ στο προεδρικό αξίωμα, ενεργώ ως πρόεδρος, σε Αισχίν.· προεδρεύω τῆς βουλῆς, σε Δημ.
Middle Liddell
fut. σω πρόεδρος
to act as president, Aeschin.; πρ. τῆς βουλῆς Dem.