προεδρεύω

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεδρεύω Medium diacritics: προεδρεύω Low diacritics: προεδρεύω Capitals: ΠΡΟΕΔΡΕΥΩ
Transliteration A: proedreúō Transliteration B: proedreuō Transliteration C: proedreyo Beta Code: proedreu/w

English (LSJ)

A to be πρόεδρος, act as president, Arist.Ath.44.3; φυλὴ ἥτις προεδρεύσει Aeschin.1.33; π. τῆς βουλῆς D.22.9; τοῖς ἐναντία τοῖς νόμοις προεδρεύουσι Hyp.Phil.5.
II sit in the front row in the theatre, Luc. JTr.8,ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 717] Vorsitzer sein, Aesch. 1, 33.

French (Bailly abrégé)

être président ; à Athènes être πρόεδρος.
Étymologie: πρόεδρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προεδρεύω [πρόεδρος] op de voorste rij zitten.

Russian (Dvoretsky)

προεδρεύω: быть проэдром, председательствовать (τῆς βουλῆς Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

προεδρεύω: εἶμαι πρόεδρος, ἔχω τὴν προεδρίαν, ἡ προεδρεύουσα φυλὴ (ἴδε ἐν λ. πρύτανις) Αἰσχίν. 5. 21· οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς Δημ. 596. 3. ― Ἐκκλ. προεδρεύω = ἐπισκοπέω, ἐπισκοπεύω, εἶμαι ἐπίσκοπος, Βασίλ. σελ. 592Β, κλπ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πρόεδρος
είμαι πρόεδρος ασκώ τα καθήκοντα προέδρου, (α. «λόγω απουσίας του προέδρου στη συνέλευση θα προεδρεύσει ο αντιπρόεδρος» β. «οἱ προεδρεύοντες τῆς βουλῆς», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κατέχω την πρωτοκαθεδρία
2. μέσ. προεδρεύομαι
έχω ως πρόεδρο
3. φρ. «προεδρευόμενη δημοκρατία» — μορφή δημοκρατικού πολιτεύματος στην οποία ανώτατος άρχοντας είναι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος εκλέγεται συνήθως από το κοινοβούλιο
μσν.-αρχ.
είμαι επίσκοπος, εκτελώ καθήκοντα επισκόπου («μύρῳ θείῳ σε ἔχρισε θεία χάρις τοῦ Πνεύματος, μύρων προεδεύσαντα», Μηναί)
αρχ.
1. έχω το δικαίωμα ή το προνόμιο της προεδρίας
2. κάθομαι στην πρώτη σειρά εδρών του θεάτρου («ἐοίκασιν, ὦ Ζεῡ, oἱ βαρβαρικοὶ προεδρεύσειν μόνοι», Λουκαν.).

Greek Monotonic

προεδρεύω: (πρόεδρος), μέλ. -σω, διατελώ στο προεδρικό αξίωμα, ενεργώ ως πρόεδρος, σε Αισχίν.· προεδρεύω τῆς βουλῆς, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. σω πρόεδρος
to act as president, Aeschin.; πρ. τῆς βουλῆς Dem.