задорный
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
Russian > Greek
μαχιμώδης ;; πλήκτης ;; νεανίας ;; νεηνίης ;; ἀγωνιστικός ;; ἀμφίλεκτος ;; νεανικός ;; ἀμφίλογος
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
μαχιμώδης ;; πλήκτης ;; νεανίας ;; νεηνίης ;; ἀγωνιστικός ;; ἀμφίλεκτος ;; νεανικός ;; ἀμφίλογος