ἀμφίλεκτος

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίλεκτος Medium diacritics: ἀμφίλεκτος Low diacritics: αμφίλεκτος Capitals: ΑΜΦΙΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: amphílektos Transliteration B: amphilektos Transliteration C: amfilektos Beta Code: a)mfi/lektos

English (LSJ)

ἀμφίλεκτον,
A spoken both ways: hence, doubtful, ἀμφίλεκτος ὢν κράτει = questioned in his title to rule, disputed in power, A.Ag.1585; involving dispute, ἔρις E. Ph.500. Adv. ἀμφιλέκτως = doubtfully A.Th.800.
2 double, πήματα Id.Ag.881.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que provoca disputas ἔρις E.Ph.500.
2 discutido, dudoso ἀμφίλεκτος ὢν κράτει siendo discutido en su poder A.A.1585.
II doble ἀμφίλεκτα πήματα A.A.881.
III adv. ἀμφιλέκτως = de modo dudoso A.Th.809.

German (Pape)

[Seite 140] 1) streitend, κράτει, um die Herrschaft, Aesch. Ag. 1567; Eur. ἔρις, viel hadernder Streit, Phoen. 510; wie Luc. enc. Dem. 9. – 2) bestritten, streitig, πήματα ἀμφ. Aesch. Ag. 855, von zwei Seiten bevorstehende Gefahren. – Adv. ἀμφιλέκτως, zw., Aesch. Spt. 791.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui dispute sur, τινι;
2 disputé, contesté.
Étymologie: adj. verb. de ἀμφιλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίλεκτος:
1 спорящий, оспаривающий: ἀ. κράτει Aesch. борющийся за власть;
2 задорный, завзятый (ἔρις Eur., Luc.);
3 угрожающий с двух сторон, двойной (πήματα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίλεκτος: -ον, ὁ ἀμφισβητούμενος, ὁ διαφιλονεικούμενος, = ἀμφίβολος, Λατ. anceps, πήματα Αἰσχύλ. Ἀγ 881: οὕτως ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Θ. 809. ΙΙ ἐνεργ., ὁ ἀμφιλέγων, ὁ φιλόνεικος, ἔρις Εὐρ. Φοίν. 500· ἀμφ. εἶναί τινι, διατελῶ ἐν φιλονεικίᾳ περί τινος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1585.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμφίλεκτος, -ον) ἀμφιλέγω
1. αντιλεγόμενος
αμφισβητούμενος, αμφίβολος
2. αυτός που προκαλεί φιλονικίες
3. διπλός.

Greek Monotonic

ἀμφίλεκτος: -ον, I. αυτός που συζητείται σε όλα τα επίπεδα, αμφισβητήσιμος, σε Αισχύλ.· ομοίως επίρρ. -τως, στον ίδ.
II. Ενεργ., φιλόνικος, σε Ευρ.· ἀμφ. εἶναι τινί, φιλονικώ, διαφωνώ για κάτι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

I. discussed on all hands, doubtful, Aesch.: so adv. -τως, Aesch.
II. act. disputatious, Eur.; ἀμφ. εἶναί τινι to quarrel for a thing, Aesch.

English (Woodhouse)

ambiguous, disputable, doubtful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)