сверх того приобретать
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
Russian > Greek
προσεργάζομαι, προσκτάομαι, προσεπικτάομαι, προσκατακτάομαι, προσκερδαίνω, προσλαμβάνω