воспламеняться
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
Russian > Greek
ἀναφλέγω ;; καυσόομαι ;; ἐπιτύφομαι ;; καππυρίζω ;; καταπυρίζω ;; παρεκπυρόομαι ;; ἀναλάμπω ;; ἅπτω ;; ἐκπυρσεύω ;; ἐνθερμαίνομαι ;; διαπυρόομαι ;; ἐπιφλέγω ;; θέρομαι