ἀναφλέγω

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναφλέγω Medium diacritics: ἀναφλέγω Low diacritics: αναφλέγω Capitals: ΑΝΑΦΛΕΓΩ
Transliteration A: anaphlégō Transliteration B: anaphlegō Transliteration C: anaflego Beta Code: a)nafle/gw

English (LSJ)

A light up, rekindle, E.Tr.320 (lyr.).
II inflame, ἐπιθυμίαν Ph.2.48; ἔρωτα Plu.Alc.17:—Pass., to be inflamed with anger, Pl.Ep.349a; ἐξ ὑποψίας Conon 23.1; to be inflamed, Ἔρωτος τραῦμα AP12.80 (Mel.); to be excited, ὑπ' ὀργῆς Plu.2.798f; ὑπὸ λιμοῦ Ael.NA15.2; ἀ. τὴν ψυχήν Plu.Dio4; δίψος ἀναφλέγεται Id.Ant.47, etc.; διανοίας ὑπὸ φιλοτιμίας ἀναφλεγομένης Jul.Or.2.83c.

Spanish (DGE)

I 1encender, prender πυρὸς φῶς E.Tr.320
v. pas. νάφθαν ... ὑπὸ τοῦ πυρὸς ἀναφλεγόμενον Plu.2.681c.
2 fig. inflamar, excitar ἐπιθυμίαν Ph.2.48, ἔρωτα Plu.Alc.17
en v. pas. Ἔρωτος τραῦμα AP 12.80 (Mel.), cf. Plu.2.138f, Luc.Fug.10.
II en v. med.-pas. enfurecerse Pl.Ep.349a, ἐξ ὑποψίας Cono 1.23, τῷ θυμῷ Aristaenet.2.20.10
excitarse τὴν ψυχήν Plu.Dio 4, ὑπ' ὀργῆς Plu.2.798f, ὑπὸ τοῦ λιμοῦ Ael.NA 15.2, δίψους ἀναφλεγομένου Plu.Ant.47.

German (Pape)

[Seite 214] wieder anzünden, wieder aufregen, πυρὸς φῶς Eur. Troad. 320; Plat. Ep. II, 349 a, ἀνεφλέχθη, er entbrannte in Zorn; Plut. Pelop. 32, oft; ἔρωτα Plut. Alc. 17; πρὸς ἀρετὴν ἀναφλέγεται τὴν ψυχήν, sein Herz wird für Tugend entflammt, Dion. 4; τραῦμα Mel. 55 (XII, 80); ἀναφλεχθεὶς ὑπὸ λίμου Ael. H. A. 15, 2.

French (Bailly abrégé)

enflammer, fig. enflammer (d'amour), attiser (l'amour);
Pass. être enflammé, s'enflammer.
Étymologie: ἀνά, φλέγω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναφλέγω:
1 вновь зажигать, разжигать (πυρὸς φῶς Eur.); pass. загораться, воспламеняться (ἀνεφλέγη ὁ ὄροφος Luc.);
2 распалять, возбуждать (τὸν ἔρωτα Plut.): ἀκούσας ἀναφλέχθη Plat. услышав (это), он вскипел (от негодования); ἀναφλεχθεὶς τὸ φιλότιμον Plut. обуреваемый честолюбием.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφλέγω: ἀνάπτω, ἀνάπτω πάλιν, ἐγὼ τόδ’ ἐπὶ γάμοις ἐμοῖς ἀναφλέγω πυρὸς φῶς Εὐρ. Τρω. 320.
ΙΙ. μεταφ., ὑποκινῶ, ἀνάπτω, κάμνω τι νὰ ἀνάψῃ, «δίνω φωτιά», ὁ δὲ παντάπασι τὸν ἔρωτα τοῦτον ἀναφλέξας αὐτῶν Πλουτ. Ἀλκ. 17: - συχν. κατὰ παθ., ἐξάπτομαι, ἀνάπτω ἐκ θυμοῦ, ὁ δὲ ἀκούσας ἀνεφλέχθη τε καὶ παντοδαπὰ χρώματα ἧκεν Ἐπιστ. Πλάτ. 319Α. - εἶμαι πεφλογισμένος ἐν Ἀνθ. Π. 12. 80· ἐξάπτομαι καὶ πράττω τι, ἀναφλεχθεὶς ὑπ’ ὀργῆς, ἐξαφθείς, 2. 798F· ὑπὸ λοιμοῦ Αἰλ. π. Ζ. 15. 2· πρὸς ἀρετὴν Πλουτ. Δίων 4· δίψος ἀναφλέγεται ὁ αὐτ. Ἀντών. 47, κτλ.

Greek Monolingual

(AM ἀναφλέγω)
1. ανάβω, καίω
2. εξάπτω, υποκινώ
3. παθ. καίγομαι, παίρνω φωτιά
αρχ.
μέσ. εξάπτομαι, οργίζομαι, φθάνω ως την παραφορά.

Greek Monotonic

ἀναφλέγω: μέλ. -ξω, ανάβω, αναφλέγω, σε Ευρ.· μεταφ., ἀν. ἔρωτα, σε Πλούτ. — Παθ., είμαι φλογισμένος, ενθουσιώδης, σε Ανθ.

Middle Liddell

to light up, rekindle, Eur.: metaph., ἀν. ἔρωτα Plut.:—Pass. to be inflamed, excited, Anth.