ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
ἀνατυπόω ;; ἀνειδωλοποιέω ;; προτυπόω ;; ἀναπλάσσω ;; ἀναπλάττω ;; ζωγραφέω ;; διατυπόω ;; μανθάνω ;; πλάσσω