προτυπόω

From LSJ

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτῠπόω Medium diacritics: προτυπόω Low diacritics: προτυπόω Capitals: ΠΡΟΤΥΠΟΩ
Transliteration A: protypóō Transliteration B: protypoō Transliteration C: protypoo Beta Code: protupo/w

English (LSJ)

form beforehand or mould beforehand, θεὸς π. τὸν γενικὸν ἄνθρωπον Ph.1.69, cf. Gal.5.418:—Med., form for oneself, Hld.9.25; figure to oneself, conceive, Luc.Par.40:—Pass., ἐς ἀρετὴν π. Phld.Mus.p.77 K.; οὕτως τῆς τάξεως -τετυπωμένης ἵνα.. OGI458.15 (i B.C.).

German (Pape)

[Seite 794] vorher abbilden, eine Vorstellung von etwas Zukünftigem geben, u. med. sich Etwas vorstellen; προτυπωσώμεθα παρ' ἡμῖν αὐτοῖς, worauf acc. c. inf. folgt, Luc. Parasit. 40; ψυ χῆς τὰ μέλλοντα εἴδωλα προτυπουμένης, Heliod. 9, 25.

French (Bailly abrégé)

προτυπῶ :
1 modeler ou former auparavant;
2 représenter, symboliser;
Moy. προτυπόομαι, προτυποῦμαι se représenter un modèle de, se figurer, acc. ; avec l'inf..
Étymologie: πρό, τυπόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-τυπόω, med. zich een beeld vormen, zich voorstellen: met inf.. προτυπωσώμεθα... ἠγγέλθαι laten we ons voorstellen dat er bericht is dat... Luc. 33.40.

Russian (Dvoretsky)

προτῠπόω:
1 воображать: φέρε προτυπωσώμεθα παρ᾽ ἡμῖν αὐτοῖς Luc. давай представим себе;
2 служить прообразом (τι Anth.).

Greek Monotonic

προτῠπόω: μέλ. -ώσω, σχηματίζω εκ των προτέρων — Μέσ., σχηματίζω για τον εαυτό μου, συλλαμβάνω, επινοώ, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προτῠπόω: σχηματίζω, μορφώνω ἐκ τῶν προτέρων, τὸ ἦθος Κλήμ. Ἀλ. 366 ― Μέσ., σχηματίζω δι’ ἐμαυτόν, Ἡλιόδ. 9. 25· εἰκονίζω εἰς ἐμαυτόν, συλλαμβάνω ἐν τῷ νῷ, ἐπινοῶ, Λουκ. Παράσ. 40. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι πρότυπον, Ἀνθ. Π. 1. 59.

Middle Liddell

fut. ώσω
to mould beforehand: Mid. to figure to oneself, conceive, Luc.