προτυπόω
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
form beforehand or mould beforehand, θεὸς π. τὸν γενικὸν ἄνθρωπον Ph.1.69, cf. Gal.5.418:—Med., form for oneself, Hld.9.25; figure to oneself, conceive, Luc.Par.40:—Pass., ἐς ἀρετὴν π. Phld.Mus.p.77 K.; οὕτως τῆς τάξεως -τετυπωμένης ἵνα.. OGI458.15 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 794] vorher abbilden, eine Vorstellung von etwas Zukünftigem geben, u. med. sich Etwas vorstellen; προτυπωσώμεθα παρ' ἡμῖν αὐτοῖς, worauf acc. c. inf. folgt, Luc. Parasit. 40; ψυ χῆς τὰ μέλλοντα εἴδωλα προτυπουμένης, Heliod. 9, 25.
French (Bailly abrégé)
προτυπῶ :
1 modeler ou former auparavant;
2 représenter, symboliser;
Moy. προτυπόομαι, προτυποῦμαι se représenter un modèle de, se figurer, acc. ; avec l'inf..
Étymologie: πρό, τυπόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-τυπόω, med. zich een beeld vormen, zich voorstellen: met inf.. προτυπωσώμεθα... ἠγγέλθαι laten we ons voorstellen dat er bericht is dat... Luc. 33.40.
Russian (Dvoretsky)
προτῠπόω:
1 воображать: φέρε προτυπωσώμεθα παρ᾽ ἡμῖν αὐτοῖς Luc. давай представим себе;
2 служить прообразом (τι Anth.).
Greek Monotonic
προτῠπόω: μέλ. -ώσω, σχηματίζω εκ των προτέρων — Μέσ., σχηματίζω για τον εαυτό μου, συλλαμβάνω, επινοώ, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προτῠπόω: σχηματίζω, μορφώνω ἐκ τῶν προτέρων, τὸ ἦθος Κλήμ. Ἀλ. 366 ― Μέσ., σχηματίζω δι’ ἐμαυτόν, Ἡλιόδ. 9. 25· εἰκονίζω εἰς ἐμαυτόν, συλλαμβάνω ἐν τῷ νῷ, ἐπινοῶ, Λουκ. Παράσ. 40. ΙΙ. ἀμετάβ., εἶμαι πρότυπον, Ἀνθ. Π. 1. 59.
Middle Liddell
fut. ώσω
to mould beforehand: Mid. to figure to oneself, conceive, Luc.