ζωγραφέω

From LSJ

ἀνὴρ ἀπειργασμένος καλὸς κἀγαθός → a perfect gentleman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωγρᾰφέω Medium diacritics: ζωγραφέω Low diacritics: ζωγραφέω Capitals: ΖΩΓΡΑΦΕΩ
Transliteration A: zōgraphéō Transliteration B: zōgrapheō Transliteration C: zografeo Beta Code: zwgrafe/w

English (LSJ)

A paint from life, paint, τινα Pl.R. 598b, etc.:—Pass., Id.Cra.434b: metaph., ἡδοναὶ… ἐζωγραφημέναι Id.Phlb.40b; ὀνείρους ζ. Porph.Chr.23.
II adorn with paint, τὰς ληκύθους Ar.Ec.996; τὰς ὀφρῦς ἀσβόλῳ Alex. 98.16, cf. Nicostr. ap. Stob.4.23.62.
III generally, adorn, κῆπον σὺν τοῖς φυτοῖς Arch.Pap.2.449.

German (Pape)

[Seite 1142] (nach dem Leben od. lebende Wesen) malen; Ar. Eccl. 996; Plat. Rep. X, 598 b; φαντάσματα ἐζωγραφημένα Phil. 40 a; Sp.; bemalen, τὰς ὀφρῦς ἀσβόλῳ Alexis Ath. XIII, 568 c.

French (Bailly abrégé)

ζωγραφῶ :
peindre.
Étymologie: ζωγράφος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζωγραφέω [ζωγράφος] perf. ptc. med.-pass. ἐζωγραφημένος, schilderen; overdr..; καὶ τοῖς κακοῖς ἡδοναί γε... πάρεισιν ἐζωγραφημέναι ook slechte mensen hebben even goed beelden van genoegens (in hun ziel) Plat. Phlb. 40b; beschilderen:. τοῖς νεκροῖσι ζωγραφεῖ τὰς ληκύθους hij beschildert de olieflessen voor de doden Aristoph. Eccl. 996.

Russian (Dvoretsky)

ζωγρᾰφέω:
1 писать с натуры, заниматься живописью, рисовать (τινα Plat.): τὰ ζωγραφούμενα Plat. объекты живописи, натура;
2 изображать, рисовать: ζ. τινι τι Arph. рисовать на чем-л. что-л.;
3 рисовать в воображении, воображать (ἡδοναὶ ἑζωγραφημέναι Plat.).

Léxico de magia

dibujar figuras de dioses λαβὼν καλπάσου φύλλον ζωγράφησον τῷ μηνυθησομένῳ σοι μέλανι τὴν θεὸν τήν σοι μηνυθησομένην toma una hoja de lino y con la tinta que se te indicará dibuja la diosa que te será indicada P IV 2046 λαβὼν ὄστρακον ἀπὸ θαλάσσης ζωγράφησον εἰς αὐτὸ ζμυρνομέλανι τὸ ὑποκείμενον ζῴδιον Τυφωνιακόν toma una concha del mar y dibuja en ella con tinta de mirra la siguiente figura de Tifón P VII 467 ζωγράφησον εἰς τὴν εὐώνυμόν σου χεῖραν τὸν Βησᾶν dibuja en tu mano izquierda a Besas P VIII 64 λαβὼν νυκτερίδαν ζῶσαν ἐπὶ τῆς δεξιᾶς πτέρυγος ζωγράφησον ζμύρνῃ τὸ ὑποκείμενον ζῴδιον toma un murciélago hembra vivo y dibuja en su ala derecha con mirra la figura siguiente P XII 376 figuras humanas οὕτως δὲ ζωγράφει παῖδα καὶ σε dibuja así a un muchacho y a ti P III 452

Greek (Liddell-Scott)

ζωγρᾰφέω: ἀπεικονίζω διὰ τῆς γραφίδος ἐκ τῆς ζώσης φύσεως, ζωγραφῶ, τινα Πλάτ. Πολ. 598Β, κτλ. - Παθ., ὁ αὐτ. Κρατ. 434Β· μεταφ., ἡδοναὶ... ἐζωγραφημέναι ὁ αὐτ. Φιλήβ. 40Β· πρβλ. ὑγρὸς Ι. ΙΙ. κοσμῶ δι’ εἰκόνων ἢ χρωμάτων, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 996· τὰς ὀφρῦς ἀσβόλῳ Ἄλεξ. Ἱπποστ. 1. 16, πρβλ. Νικόστρ. παρὰ Στοβ. 445. 50.

Spanish

dibujar

Greek Monolingual

και ζωγραφώ (AM ζωγραφῶ, ζωγραφέω)
1. αναπαριστάνω, απεικονίζω με χρώματα πάνω σε μια επιφάνεια πρόσωπα, ζώα ή πράγματα
2. διακοσμώ με εικόνες, εικονογραφώ («ζωγράφισε το βιβλίο»)
νεοελλ.
1. καταγίνομαι με τη ζωγραφική
2. μτφ. α) περιγράφω γραπτώς ή με λόγο κάτι τόσο ζωηρά και πιστά ώστε ο αναγνώστης ή ο ακροατής να το βλέπει σαν σε ζωγραφικό πίνακα, με κάθε λεπτομέρεια
β) (για πρόσ.) χαρακτηρίζω, ιδίως δυσμενώς, κάποιον («τον ζωγράφισε με τα μελανότερα χρώματα»)
3. μτφ. φαντάζομαι κάτι
4. μέσ. ζωγραφίζομαι
(για γυναίκες) ψιμυθιώνομαι, βάφομαι, φτιασιδώνομαι
αρχ.
1. εξωραΐζω
2. συμβολίζω
3. φρ. «ζωγραφῶ ἐμαυτὸν πρός τινα» — μιμούμαι κάποιον
4. διευθετώ, διακοσμώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζωγραφώ < ζωγράφος. Ο αόρ. εζωγράφησα του ζωγραφώ, ταυτιζόμενος ως προς την προφορά του με τον αόρ. τών ρ. σε -ίζω, σχημάτισε υποχωρητικά τ. ενεστ. ζωγραφίζω (πρβλ. σκορπώ, αόρ. σκόρπησα > σκορπίζω)].

Greek Monotonic

ζωγρᾰφέω: μέλ. -ήσω, απεικονίζω ένα φυσικό αντικείμενο με εργαλείο τη γραφίδα, αναπαριστώ την ζωντανή πραγματικότητα, δηλ. ζωγραφίζω, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ζωγρᾰφέω, fut. -ήσω
to paint from life, to paint, Plat.