выбегать вперед
From LSJ
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
Russian > Greek
προεκθέω ;; ὑπεκπροθέω ;; προκαταθέω ;; προεκτρέχω ;; ὑποθέω ;; ἐκφέρω
ἡ τῆς παιδογονίας συνουσία → sexual intercourse for the purpose of bearing children
προεκθέω ;; ὑπεκπροθέω ;; προκαταθέω ;; προεκτρέχω ;; ὑποθέω ;; ἐκφέρω