προεκθέω

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκθέω Medium diacritics: προεκθέω Low diacritics: προεκθέω Capitals: ΠΡΟΕΚΘΕΩ
Transliteration A: proekthéō Transliteration B: proektheō Transliteration C: proektheo Beta Code: proekqe/w

English (LSJ)

A run out before, sally from the ranks, rush on, Th.7.30, J.BJ2.16.2, Arr.An.1.1.12; ἐν τοῖς δρόμοις Jul.Or.2.69d.
2 metaph., outrun, τοῦ λογισμοῦ Plu.2.446d; ὁ λόγος προεκθεῖ Ael.NA13.11.

German (Pape)

[Seite 718] (s. θέω), voran od. vorher herauslaufen, Thuc. 7, 30 u. Folgde, wie Plut.

French (Bailly abrégé)

1 s'élancer en avant;
2 fig. devancer : λογισμοῦ PLUT un raisonnement.
Étymologie: πρό, ἐκθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκθέω vooruitrennen.

Russian (Dvoretsky)

προεκθέω:
1 выбегать вперед Thuc.;
2 забегать вперед (π. τοῦ λογισμοῦ Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. (ιδίως για στρ. τμήμα) εξορμώ γρήγορα («οἱ τοξόται βάλλοντες τοὺς προεκθέοντας τῶν Θρακῶν ἀνέστελλον», Αρρ.)
2. μτφ. προτρέχω, υπερβαίνω, ξεπερνώ («προεκθεῖν τοῦ λογισμοῦ», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκθέω «τρέχω έξω, εξορμώ»].

Greek Monotonic

προεκθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω έξω εκ των προτέρων, εξορμώ από τις τάξεις του στρατού, εξορμώ με γρηγοράδα, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

προεκθέω: μέλλ. -θεύσομαι, ἐκθέω, τρέχω ἔξω πρότερον, ἐξορμῶ ἐκ τῶν τάξεων τοῦ στρατοῦ, ἐξορμῶ μετὰ σπουδῆς, Θουκ. 7. 30, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, 12, κτλ. 2) μεταφορ., ὑπερβαίνω, προτρέχω, νικῶ εἰς ταχύτητα, λογισμοῦ Πλούτ. 2. 446Ε· ὁ λόγος προεκθεῖ Αἰλ. π. Ζ. 13. 11.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run out before, sally from the ranks, rush on, Thuc.

Lexicon Thucydideum

ex acie procurrere, to run forward from the line, 7.30.2.