προεκτρέχω
English (LSJ)
aor. -έδραμον,
A run out before, Ph.1.166, al., Plu. Cor.9, Pel.23.
2 shoot out before the season, Thphr. CP 2.1.6.
3 to be born before, τινος Lib.Or.5.4.
German (Pape)
[Seite 719] (s. τρέχω), vorauslaufen, Plut. Pelop. 23.
French (Bailly abrégé)
f. προεκδραμοῦμαι, ao.2 προεξέδραμον, etc.
s'élancer auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκτρέχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εκτρέχω vooruitstormen.
Russian (Dvoretsky)
προεκτρέχω: (aor. 2 προεξέδραμον) выбегать вперед Plut.
Greek (Liddell-Scott)
προεκτρέχω: ἐκτρέχω πρότερον, Πλουτ. Κοριολ. 9, Πελοπ. 23· ― ἐκβλαστάνω πρότερον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 6· ― γεννῶμαι πρότερον, τινὸς Λιβάν. 1. 226.
Greek Monolingual
Α
1. τρέχω πρώτος προς τα έξω
2. (για νεογνό) βγαίνω πρώτος, γεννιέμαι πρώτος
3. (για βλαστήματα) βλαστάνω πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, βλαστάνω»].
Greek Monotonic
προεκτρέχω: αόρ. βʹ -εξέδρᾰμον, τρέχω έξω από πριν, σε Πλούτ.
Middle Liddell
aor2 -εξέδρᾰμον
to run out before, Plut.