προεκτρέχω

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεκτρέχω Medium diacritics: προεκτρέχω Low diacritics: προεκτρέχω Capitals: ΠΡΟΕΚΤΡΕΧΩ
Transliteration A: proektréchō Transliteration B: proektrechō Transliteration C: proektrecho Beta Code: proektre/xw

English (LSJ)

aor. -έδραμον,
A run out before, Ph.1.166, al., Plu. Cor.9, Pel.23.
2 shoot out before the season, Thphr. CP 2.1.6.
3 to be born before, τινος Lib.Or.5.4.

German (Pape)

[Seite 719] (s. τρέχω), vorauslaufen, Plut. Pelop. 23.

French (Bailly abrégé)

f. προεκδραμοῦμαι, ao.2 προεξέδραμον, etc.
s'élancer auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκτρέχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εκτρέχω vooruitstormen.

Russian (Dvoretsky)

προεκτρέχω: (aor. 2 προεξέδραμον) выбегать вперед Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προεκτρέχω: ἐκτρέχω πρότερον, Πλουτ. Κοριολ. 9, Πελοπ. 23· ― ἐκβλαστάνω πρότερον, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 6· ― γεννῶμαι πρότερον, τινὸς Λιβάν. 1. 226.

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω πρώτος προς τα έξω
2. (για νεογνό) βγαίνω πρώτος, γεννιέμαι πρώτος
3. (για βλαστήματα) βλαστάνω πρόωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκτρέχω «τρέχω έξω, βλαστάνω»].

Greek Monotonic

προεκτρέχω: αόρ. βʹ -εξέδρᾰμον, τρέχω έξω από πριν, σε Πλούτ.

Middle Liddell

aor2 -εξέδρᾰμον
to run out before, Plut.