горнист
From LSJ
Γίνωσκε σαυτὸν νουθετεῖν, ὅπου τρέχεις → Quo curras, animum advertere usque memineris → Mach mit Bedacht dir klar, an welchem Ort du läufst
Russian > Greek
βυκανητής, καμπυλοσαλπιστής, κερῳδός, κεραταύλης, κεραύλης, σαλπικτής, σαλπιγκτής