Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καμπυλοσαλπιστής

From LSJ

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπῠλοσαλπιστής Medium diacritics: καμπυλοσαλπιστής Low diacritics: καμπυλοσαλπιστής Capitals: ΚΑΜΠΥΛΟΣΑΛΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kampylosalpistḗs Transliteration B: kampylosalpistēs Transliteration C: kampylosalpistis Beta Code: kampulosalpisth/s

English (LSJ)

καμπυλοσαλπιστοῦ, ὁ, hornblower, = Lat. cornicen, Glossaria.

Greek Monolingual

καμπυλοσαλπιστής, ὁ (Α)
(γλώσσα) αυτός που φυσά το κέρας, αυτός που παίζει τον φρύγιο αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + σαλπιστής (< σαλπίζω)].