κερῳδός

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερῳδός Medium diacritics: κερῳδός Low diacritics: κερωδός Capitals: ΚΕΡΩΔΟΣ
Transliteration A: kerōidós Transliteration B: kerōdos Transliteration C: kerodos Beta Code: kerw|do/s

English (LSJ)

ὁ, hornblower, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, Hornsänger, Hornist.

Greek (Liddell-Scott)

κερῳδός: ὁ, ὁ τῷ κέρατι ᾄδων, πρβλ. κεραυλής.

Greek Monolingual

κερῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με κεράτινη σάλπιγγα ή με αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ῳδός (< άείδω), πρβλ. κιθαρῳδός, μελῳδός].