κερῳδός

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερῳδός Medium diacritics: κερῳδός Low diacritics: κερωδός Capitals: ΚΕΡΩΔΟΣ
Transliteration A: kerōidós Transliteration B: kerōdos Transliteration C: kerodos Beta Code: kerw|do/s

English (LSJ)

ὁ, hornblower, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1426] ὁ, Hornsänger, Hornist.

Greek (Liddell-Scott)

κερῳδός: ὁ, ὁ τῷ κέρατι ᾄδων, πρβλ. κεραυλής.

Greek Monolingual

κερῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά με κεράτινη σάλπιγγα ή με αυλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ῳδός (< άείδω), πρβλ. κιθαρῳδός, μελῳδός].