Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
τυφλόω ;; θέλγω ;; ἐκτυφλόω ;; ἀποτυφλόω ;; ἐξομματόω ;; σκοτόω ;; ἀντιλάμπω ;; ἀμέρδω