θέλγω

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέλγω Medium diacritics: θέλγω Low diacritics: θέλγω Capitals: ΘΕΛΓΩ
Transliteration A: thélgō Transliteration B: thelgō Transliteration C: thelgo Beta Code: qe/lgw

English (LSJ)

A Ion. impf. θέλγεσκεν Od.3.264: fut. θέλξω 16.298,A.Pr.865, Dor. -ξῶ Theoc.Ep.5.3: aor. ἔθελξα Il. (v. infr.):—Med., Alc.Supp. 11.7:—Pass., fut. θελχθήσομαι Luc.Salt.85: aor. ἐθέλχθην Od.10.326, Ep. 3pl. -χθεν 18.212:—poet. Verb (used by Pl.Smp.197e, and in late Prose, as Phld.Mus.p.72K., Jul.Or.4.150c, etc.), enchant, bewitch, [Ἑρμῆς] ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει Od.5.47, al.; τὸν… Ποσειδάων ἐδάμασσε θέλξας ὄσσε φαεινά Il.13.435; [Κίρκη] οὐδ' ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Od.10.291, cf. 326 (Pass.); [Σειρῆνες] πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται 12.40; [θύελλα] θέλγε νόον spell-bound their senses, Il.12.255.
2 cheat, cozen, Od.16.195,298, S.Tr.710: c. dat. modi, μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο μήτε τι θέλγε Od.14.387; μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι 1.57; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il.21.276,604; ἔπεσσιν Od.3.264.
3 metaph., charm, beguile, 17.521; οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον h.Cer.37, cf. Pi.P.1.12, D.Chr.45.5; καί μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει A.Pr.174: σὺ δὲ θέλγοις ἂν ἄθελκτον Id.Supp.1055; θέλγει ἔρως E.Hipp.1274 (lyr.); ᾠδῆς... ἣν ᾄδει θέλγων… νόημα Pl.Smp.197e:—Pass., μήθ' ὕπνῳ θελχθῇς E.IA142 (lyr.); τὰ δ' οὔτι θέλγεται A.Ch.420 (lyr.); ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν Od.18.212; Μούσαισιν… τὴν φρένα θελγομένη (which may be Med.) IG14.1960.
4 c. inf., ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι will persuade her not to kill, A.Pr. 865; ἔρως δέ νιν… θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε S.Tr.355; ἕπεσθαι θ. Ael. NA10.14.
5 produce by spells, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (sc. εὐφροσύναν) Pi.N.4.3; [Γαλήνη] θ. ἀνηνεμίην AP9.544 (Adaeus). (Perh. cf. Lith. žuelgiù 'look', 'glance'.)

German (Pape)

[Seite 1192] bezaubern, durch Zaubermittel, bes. Zaubertränke od. Zauberlieder überwältigen, betäuben, einschläfern, beschwichtigen, auch täuschen, blenden, bethören, bes. im schlimmen Sinne, ἐπὶ τῆς μετὰ βλάβης ἀπάτης Schol. Ap. Rh. 1, 27; Ἀχαιῶν ἔθελγε νόον, Τρωσὶν δὲ καὶ Ἕκτορι κῦδος ὄπαζε Il. 12, 254; τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, λάθοντο δὲ θούριδος ἀλκῆς 15, 321; θέλξας ὄσσε φαεινά, πέδησε δὲ φαίδιμα γυῖα 13, 435; von der zaubernden Kirke, Od. 10, 291. 318. 326; von den Zaubergesängen der Sirenen, 12, 40; θέλγε δὲ θυμὸν μειλιχίοις ἐπέεσσι 18, 281, wie 3, 264; verlocken, verführen, μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι, 1, 57. 18, 282; ψεύδεσσι, δόλῳ, Il. 21, 276. 604; ἔρῳ δ' ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, sie wurden vom Liebeszauber umstrickt, Od. 18, 212; vom Hermes, der mit seinem Zauberstabe ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, durch süßen Schlaf die Augen der Menschen befängt od. verdunkelt, auch sie in Todesschlaf verstrickt, 5, 47. 24, 3 Il. 24, 343; überlisten, betrügen, verblenden, 16, 298, durch Schmeichelei fangen, Od. 14, 387, durch den Reiz einer Erzählung fesseln, 17, 521. So von der Zauberkraft des Gesanges, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν Pind. N. 4, 3; κῆλα θέλγει φρένας P. 1, 12; καί μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει Aesch. Prom. 174; πάρεστι σαίνειν, τὰ δ' οὔτι θέλγεται Ch. 414; ὡς Ἔρως δέ νιν μόνος θεῶν θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Soph. Trach. 354, vgl. 707; θέλγει Ἔρως Eur. Hipp. 1274; θέλγει ὄμματος ἕδραν ὕπνος Rhes. 554; οὔτε τότε λόγοις ἐθέλγεθ' ἥδε Hipp. 303; sp. D. – Auch in Prosa, ἣν ᾄδει θέλγων πάντων θεῶν τε καὶ ἀνθρώπων νόημα Plat. Conv. 179 e; Sp. einzeln, θέλγουσά τις πειθώ S. Emp. adv. mus. 7; ἕπεσθαι θέλγει, verlockt zu folgen, Ael. H. A. 10, 14.

French (Bailly abrégé)

f. θέλξω, ao. ἔθελξα, pf. inus.
Pass. f. θελχθήσομαι, ao. ἐθέλχθην, pf. inus.
I. charmer par des enchantements magiques;
II. particul.
1 en mauv. part fasciner, séduire, tromper : τινά τινι qqn au moyen de qch ; avec un inf., séduire qqn et le pousser à faire qch;
2 en b. part calmer, adoucir, apaiser, charmer, acc..
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Russian (Dvoretsky)

θέλγω: (impf. ἔθελγον - эп. θέλγον и iterat. 3 л. sing. θέλγεσκε, fut. θέλξω - дор. θελξῶ, aor. ἔθελξα - поэт. θέλξα; pass.: fut. θελχθήσομαι, aor. ἐθέλχθην - эп. 3 л. pl. ἔθελχθεν)
1 зачаровывать, околдовывать (πάντας ἀνθρώπους, ἀνδρῶν ὄμματα τῇ ῥάβδῳ Hom.; ἀοιδαὶ θέλξαν τινά Pind.; Ἔρως θέλγει τινά Soph., Eur.; ὑπὸ σειρῆνος θελγόμενος Plut.): θαῦμα μ᾽ ἔχει, ὡς οὔτι, πιὼν τάδε φάρμακ᾽, ἐθέλχθης Hom. я изумлена, что ты, выпив этого снадобья, не оказался заколдованным, т. е. избегнул чар;
2 перен. очаровывать, обольщать, завлекать (ἐπέεσσι, ἔρῳ, αἱμυλίοισι λόγοισι, ψεύδεσσι Hom.; μελιγλώσσοις ἐπαοιδαῖσι Aesch.): θέλγουσα πειθώ Sext. неотразимая убедительность;
3 отуманивать, ослеплять (Ἀχαιῶν νόον Hom.);
4 расслаблять (θυμὸν ἐν στήθεσσί τινι Hom.);
5 очаровывать, приводить в восторг, восхищать (πάντων νόημα Plat.);
6 внушать, убеждать (τὸ μὴ κτεῖναι Aesch.);
7 вызывать волшебством, навевать чарами (ἀνηνεμίην Anth.; εὐφροσύναν Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

θέλγω: Ἰων. παρατ. θέλγεσκε Ὀδ. Γ. 264· μέλλ. θέλξω Π. 298, Αἰσχύλ. Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. Ἐπ. 5. 3· ἀόρ. ἔθελξα Ἰλ., κλ. - Παθ., μέλλ. θελχθήσομαι Λουκ. Ὀρχ. 85· ἀόρ. ἐθέλχθην Ὀδ. Κ. 326, Ἐπ. γ΄ πληθ. -χθεν Σ. 211. Ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. Συμπ. 197E, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς), κυρίως, θωπεύω ἢ καταψῶ διὰ μαγικῆς δυνάμεως, Λατ. mulcere, καὶ ἑπομένως μαγεύω, «δένω», ἰδίως πρὸς ὄλεθρόν τινος· ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ, ὅστις διὰ τῆς μαγικῆς αὑτοῦ ῥάβδου ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, Ὀδ. Ε. 47., Ω. 3, Ἰλ. Ω. 343· ἐπὶ τοῦ Ποσειδῶνος, θέλξας ὄσσε φαεινὰ Ν. 435· ἐπὶ τῆς μαγίσσης Κίρκης, οὐδ’ ὣς θέλξαι σε δυνήσεται Ὀδ. Κ. 291, 318, 326· ἐπὶ τῶν Σειρήνων, αἳ ῥά τε πάντας ἀνθρώπους θέλγουσιν, ὅ τέ σφεας εἰσαφίκηται Μ. 40· ἐπὶ ἀνέμου πεμπομένου ὑπὸ τοῦ Διός, ὅστις πνέει κατὰ πρόσωπον τῶν Ἑλλήνων, θέλγε νόον, ἀπεπλάνα τὸν νοῦν αὐτῶν, Ἰλ. Μ. 255· ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος σείοντος τὴν αἰγίδα αὑτοῦ κατὰ τῶν Ἑλλήνων, τοῖσι δὲ θυμὸν ἐν στήθεσσιν ἔθελξε, παρέλυσε τὴν ἀνδρείαν αὐτῶν, Ο. 322, πρβλ. 594· ἐπὶ ἀοιδοῦ, Ὀδ. Ρ. 521. 2) ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, πλανῶ, «ξεγελῶ», Π. 195, 298, Σοφ. Τρ. 710· συχνάκις μετὰ δοτ. τρόπου, μήτε τί μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, μήτε τι θέλγε Ὀδ. Ξ. 387· θέλγεσκ’ ἐπέεσσι Γ. 264· μαλακοῖσι καὶ αἱμυλίοισι λόγοισι Α. 57, Σ. 282· ψεύδεσσι, δόλῳ Ἰλ. Φ. 276, 604. - Παθ., ἔρῳ δ’ ἄρα θυμὸν ἔθελχθεν, διὰ τῶν δελεασμάτων τοῦ ἔρωτος ἐγοητεύθησαν, ἐπαγιδεύθησαν, Ὀδ. Σ. 212. ΙΙ. παρὰ τοῖς μετέπειτα ποιηταῖς καὶ συγγραφεῦσιν ἡ αὐτὴ σημασία διαμένει, οἱ ἐλπὶς ἔθελγε νόον Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 37, πρβλ. Πίνδ. Π. 1. 21· καί μ’ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσι θέλξει Αἰσχύλ. Πρ. 173, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 197E· σὺ δὲ θέλγοις ἂν θ. ἄθελκτον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1056· θέλγει ἔρως, ὕπνος Εὐρ. Ἱππ. 1274, Ι. Α. 142· ᾠδῆς …, ἣν ᾄδει θέλγων... νόημα Πλάτ. Συμπ. 197E. - Παθ., τὰ δ’ οὔτι θέλγεται Αἰσχύλ. Χο. 420· Μούσαισιν... τὴν φρένα θελγομένη (ὅπερ δύναται νὰ εἶνε Μέσ.) Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 674. 8. 2) μετ’ ἀπαρ., ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι, θὰ καταπείσῃ αὐτὴν νὰ μὴ φονεύσῃ, Αἰσχύλ. Πρ. 865· ἔρως δέ νιν... θέλξειεν αἰχμάσαι τάδε Σοφ. Τρ. 355· καὶ ἕπεσθαι θέλγει Αἰλ. π. Ζ. 10. 14. 3) παράγω, προξενῶ διὰ μαγικῶν μέσων, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (ἐνν. εὐφροσύναν) Πίνδ. Ν. 4. 5· γαλήνη θ. ἀνηνεμίην Ἀνθ. Π. 9. 544, Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

ipf. θέλγε, iter. θέλγεσκε, fut. θέλξω, aor. ἔθελξα, pass. pres. opt. θέλγοιτο, aor. 3 pl. ἔθελχθεν: charm, enchant; Hermes with his magic wand, ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, ‘charms' their eyes, ‘entrances,’ puts them to sleep, Il. 24.343, Od. 5.47; so Poseidon casts a blindness upon Alcathous, θέλξᾶς ὄσσε φαεινά, Il. 13.435; usually in a bad sense, of ‘bewitching,’ ‘beguiling,’ νόον, θῦμόν, Il. 12.255, Il. 15.322; ἐπέεσσιν, ψεύδεσσι, δόλῳ, γ 2, Il. 21.276, 604; of love, pass., Od. 18.612; rarely in good sense, Od. 17.514, 521.

English (Slater)

θέλγω
   a enchant κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας (θέλγεις coni. Krause: of a lyre) (P. 1.12)
   b soothe ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός. αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (νιν = πόνους, Didymus: = εὐφροσύναν, Aristarchus) (N. 4.3)

Greek Monolingual

(AM θέλγω)
προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τον έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ' οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.)
αρχ.
1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν ὅμματα θέλγει», Ομ. Ιλ.)
2. εξαπατώ, πλανώ, ξεγελώ
3. παράγω κάτι με μαγικά μέσα, κάνω κάτι με ξόρκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημασία του ρ. «κάνω μάγια» οδήγησε σε συσχετισμό του με το λιθ. žvelgiu «κοιτάζω», οπότε ως αρχική θεωρείται η σημασία «ματιάζω, μαγεύω με το κακό μάτι». Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με τα αγγλ.-σαξον. dolg και αρχ. άνω γερμ. tolc «πληγή». Η σημασία «κάνω μάγια» εξελίχθηκε σε «ξεγελώ, απατώ» και στη συνέχεια το ρ. χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά, για να δηλώσει το «ξεγέλασμα», την «απάτη» του έρωτα, ακόμη και του ύπνου. Ενδιαφέρουσα η εμφάνισή του ως α' συνθετικού με τις μορφές θελξι- και θελγεσι-, δηλ. σε α' συνθετικό του τύπου τερψί-μβροτος. Ως β' συνθετικό εμφανίζεται με τη μορφή -θελγής χωρίς όμως να μαρτυρείται τ. θέλγος. Αμφίβολη, τέλος, η σύνδεσή του με το ασελγής.
ΠΑΡ. θέλγητρο(ν), θελκτικός
αρχ.
θέλγημα, θελγίν, θέλγμα, θέλκταρ, θελκτήρ, θέλκτρον, θελκτύς, θελκτώ, θέλκτωρ, θέλξις.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. θελγεσίμυθος, θελξιεπής, θελξίμβροτος, θελξιμελής, θελξίνους, θελξίπικρος, θελξίφρων
μσν.
θελξιέπεια, θελξίθεος
μσν.- νεοελλ.
θελξικάρδιος. (Β' συνθετικό) αρχ. αθελγής, λυροθελγής, πανθελγής, πολυθελγής, φρενοθελγής.

Greek Monotonic

θέλγω: Ιων. παρατ. θέλγεσκε, σε Ομήρ. Οδ.· μέλ. θέλξω, Δωρ. -ξῶ, αόρ. αʹ ἔθελξα· Παθ., αόρ. αʹ ἐθέλχθην, Επικ. γʹ πληθ. -χθεν·
I. 1. κυρίως, χτυπώ ή ακουμπώ με μαγική δύναμη, Λατ. mulcere, και επομένως μαγεύω, θέλγω, σαγηνεύω, «δένω» με μάγια, λέγεται για τον Ερμή, αυτός που με το μαγικό του ραβδί ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, ρίχνει τους άνδρες σε μαγεμένο ύπνο, σε Όμηρ.· λέγεται για τη μάγισσα Κίρκη, σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.
2. με αρνητική σημασία, εξαπατώ, παραπλανώ, ξεγελώ, σε Όμηρ., Σοφ.
II. δημιουργώ, προκαλώ με ξόρκια, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (ενν. εὐφροσύναν), σε Πίνδ.· (γαλήνη) θέλγω ἀνηνεμίην, σε Ανθ. Π.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: enchant, beguile, cheat (Il.)
Other forms: Aor. θέλξαι, pass. θελχθῆναι, fut. θέλξω (Od.),
Compounds: rarely with prefix, δια-, ἐπι-, κατα, παρα-, iter. ipf. θέλγεσκ' (γ 264). θέλξι- as 1. member in governing compp., e. g. θελξι-επής with enchanting word (B.), θελξί-φρων enchanting the mind (E. in lyr.); s. Schwyzer 443.
Derivatives: θελκτήρ enchanter etc. (h. Hom. 16, 4) with θελκτήριον charm (Il.), adj. θελκτήριος enchanting (A., E.); θέλκτωρ id. (A. Supp. 1040 [lyr.]; on semantic differences Benveniste Noms d'agent 31 a. 39; s. also Fraenkel Nom. ag. 2, 10 and 49); θέλκτρον = θελκτήριον (S. Tr. 585), θέλγητρον charm, spell (E.); θέλγμα id. (sch., H.); θέλκταρ (cod. θέρκαλ) θέλγμα H. (s. Fraenkel Glotta 32, 29); (κατά-)θέλξις charm (Plu., Luc., Ael.). - On Τελχῖνες s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Several hypotheses: to Lith. žvelgiù look at (de Saussure MSL 8, 443 A., Thumb IF, Anz. 11, 23; enchanting through he evil eye); to Skt. hvárate go oblique from ǵhu̯el-gō (?, Ehrlich Sprachgesch. 29); to Germ., e. g. OE dolg, OHG tolc wound (Havers IF 28, 190ff.; s. also ἀσελγής).

Middle Liddell

θέλγω, [ionic imperf. θέλγεσκε Od.]
I. properly, to stroke or touch with magic power, Lat. mulcere, and so to charm, enchant, spell-bind, of Hermes, who with his magic wand ἀνδρῶν ὄμματα θέλγει, lays men in a charmed sleep, Hom.; of the sorceress Circe, Od., etc.
2. in bad sense, to cheat, cozen, Hom., Soph.
II. to produce by spells, ἀοιδαὶ θέλξαν νιν (sc. εὐφροσύναν) Pind.; [γαλήνην] θ. ἀνηνεμίην Anth.

Frisk Etymology German

θέλγω: {thélgō}
Forms: Aor. θέλξαι (poet. seit Il.), Pass. θελχθῆναι, Fut. θέλξω (poet. seit Od.),
Grammar: v.
Meaning: bezaubern, betören, täuschen, beschwichtigen.
Composita: vereinzelt mit Präfix, δια-, ἐπι-, κατα, παρα-, Iter. Ipf. θέλγεσκ’ (γ 264)
Derivative: Davon θελκτήρ Bezauberer (h. Hom. 16, 4) mit θελκτήριον Zaubermittel (seit Il.), Adj. θελκτήριος bezaubernd (A., E. u. a.); θέλκτωρ ib. (A. Supp. 1040 [lyr.]; Versuch einer semantischen Differenzierung von Benveniste Noms d'agent 31 u. 39; s. auch Fraenkel Nom. ag. 2, 10 und 49); θέλκτρον = θελκτήριον (S. Tr. 585), θέλγητρον Zauber, Beschwichtigung, Erquickung (E., Ath. u. a.); θέλγμα ib. (Sch., H.); θέλκταρ (cod. θέρκαλ)· θέλγμα H. (vgl. Fraenkel Glotta 32, 29); (κατά-)θέλξις Bezauberung (Plu., Luk., Ael.); θέλξι- als Vorderglied in verbalen Rektionskompp., z. B. θελξιεπής mit bezaubernden Worten (B.), θελξίφρων sinnberückend (E. in lyr. u. a.); vgl. Schwyzer 443. — Zu Τελχῖνες s. bes.
Etymology: Unerklärt. Mehrere Hypothesen: zu lit. žvelgiù blicken (de Saussure MSL 8, 443 A., Thumb IF, Anz. 11, 23; Bezauberung durch den bösen Blick); zu aind. hvárate schief gehen usw. aus ĝhu̯el- (?, Ehrlich Sprachgesch. 29); zu germ., z. B. ags. dolg, ahd. tolc Wunde (eig. *Schlag; Havers IF 28, 190ff.; s. auch ἀσελγής).
Page 1,658-659

Mantoulidis Etymological

(=μαγεύω, γοητεύω, ξεγελῶ). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του.
Παράγωγα: θέλγημα, θέλγητρον, θέλγμα, θελκτήρ (=αὐτός πού μαγεύει), θελκτήριον, θελκτήριος, θελκτικός, θέλκτρον, θέλξις (=μαγεία), θελξίνους (=πού μαγεύει τήν καρδιά), θελξιεπής, θελξίφρων, ἄθελκτος.