многообразный
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
Russian > Greek
πολύτροπος, πλεοναχός, πολυειδής, πολύμορφος, πολυποίκιλος, παντόμορφος, πολύσχιστος, πολυμερής, πουλυμερής, αἰόλος