сговорчивый
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
Russian > Greek
εὐδιάλυτος, παραρρητός, εὐδιάλλακτος, εὐσύμβολος, εὐξύμβολος, εὐχερής, ταχυπειθής, εὐμετάπειστος, τιθασός, εὐσυνάλλακτος, στρεπτός, ὀλβίως
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
εὐδιάλυτος, παραρρητός, εὐδιάλλακτος, εὐσύμβολος, εὐξύμβολος, εὐχερής, ταχυπειθής, εὐμετάπειστος, τιθασός, εὐσυνάλλακτος, στρεπτός, ὀλβίως