παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die
Source
English
desiring
Greek (Liddell-Scott)
λελιμμένος: ἴδε ἐν λέξ. λίπτω.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
part. pf. de λίπτομαι, v. λίπτω.
Greek Monotonic
λελιμμένος: μτχ. Παθ. παρακ. του λίπτω.
Russian (Dvoretsky)
λελιμμένος: part. pf. к λίπτομαι.