contend
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English > Greek (Woodhouse)
verb intransitive
P. and V. ἀγωνίζεσθαι, μάχεσθαι, διαμάχεσθαι, ἁμιλλᾶσθαι, ἐρίζειν, V. ἐξαγωνίζεσθαι, ἐξαμιλλᾶσθαι, Ar. and P. διαγωνίζεσθαι, P. διαμιλλᾶσθαι.
contend (in words): P. and V. ἀγωνίζεσθαι, ἁμιλλᾶσθαι, μάχεσθαι, ἐρίζειν.
contend (in races): P. and V. ἀγωνίζεσθαι, ἁμιλλᾶσθαι.
contend with: P. and V. ἀγωνίζεσθαι (dat. or πρός, acc.), μάχεσθαι (dat. or πρός, acc.), ἁμιλλᾶσθαι (dat. or πρός, acc.), ἐρίζειν (dat.), V. ἐξαγωνίζεσθαι (dat.), ἐξαμιλλᾶσθαι (dat.), P. διαμιλλᾶσθαι (dat. or πρός, acc.), ἀνταγωνίζεσθαι (dat.).
affirm: P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι, διαμάχεσθαι.
affirm in opposition: P. and V. ἀντιλέγειν.