couple
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. συζυγία, ἡ, Ar. and V. ζεῦγος, τό, V. ζυγόν, τό, συνωρίς, ἡ.
wedded couple: P. ζεῦγος, τό (Xen.); see pair.
verb transitive
P. and V. συζευγνύναι, ζευγνύναι (rare P. uncompounded).
attach: P. and V. προστιθέναι, προσάπτειν.
verb intransitive
pair: P. and V. συνέρχεσθαι, συμμίγνυσθαι.