comprehend
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. ἔχειν, συλλαμβάνειν, P. περιέχειν, περιλαμβάνειν.
comprehend under one name: P. εἰς ἓν ὄνομα συνάγειν.
understand: P. and V. μανθάνειν, συνιέναι (acc. or gen.), ἐπαΐειν, ὑπολαμβάνειν (rare V.), ἐννοεῖν or mid., P. καταλαμβάνειν, καταμανθάνειν, κατανοεῖν; see understand.