jeopardise
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
risk, hazard: Ar. and P. παραβάλλεσθαι, V. παραρρίπτειν, προβάλλειν, προτείνειν; see risk.
endanger: P. εἰς κίνδυνον καθιστάναι, Ar. and P. κινδυνεύειν (dat., or περί, gen.), V. κινδύνῳ βάλλειν.
be jeopardised: P. κινδυνεύεσθαι (pass.).